φιλοΐατρος

φιλοΐατρος
φῐλοΐᾱτρος, ον,
A = φιλίατρος, Procl.Par.Ptol.225.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλοΐατρος — ον, Α βλ. φιλίατρος …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • φιλιατρός — και φιλοΐατρος, ον, Α αυτός που αγαπά την ιατρική τέχνη. επίρρ... φιλιάτρως Α με αγάπη για την ιατρική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἰατρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”